- πολυστροφισμός
- Φαινόμενο που συνίσταται σε μια μεταβολή με το χρόνο της στροφικής ισχύος των διαλυμάτων μιας από τις δύο μορφές α και β ενός μονοσακχαρίτη, μέχρι να φτάσει σε μια σταθερή τιμή. Όταν μια από τις δυο μορφές διαλύεται στο νερό, μετατρέπεται αργά-αργά στην άλλη, προκαλώντας τη μεταβολή της στροφικής ικανότητας. Όταν οι δύο μορφές έχουν φτάσει στην ισορροπία, το διάλυμα δείχνει σταθερά στροφική ισχύ. Η ύπαρξη των δύο μορφών καθορίζεται από τις δυνατές θέσεις του υδροξυλίου, που είναι συνδεμένο προς το πρώτο άτομο του άνθρακα της αλύσου. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε στη γλυκόζη το 1846.
* * *ο, Νχημ. φαινόμενο που συνίσταται στη μεταβολή, με την πάροδο τού χρόνου, τής γωνίας στροφής ενός διαλύματος μιας οπτικής ενεργού χημικής ένωσης, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση τών διαλυμάτων τής γλυκόζης.
Dictionary of Greek. 2013.